Ο όρος «προσφυγική κρίση» κυριάρχησε τα τελευταία χρόνια όχι μόνο στους όρους της συζήτησης, αλλά και στους όρους υποστήριξης του προσφυγικού πληθυσμού. Ο βασικός άξονας του σχεδιασμού και της υλοποίησης της παρέμβασης τέθηκε με όρους παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας και έλαβε το χαρακτήρα επείγουσας παρέμβασης. Αυτό αποτυπώθηκε με πολλαπλό τρόπο στα χρονοδιαγράμματα των μη κυβερνητικών οργανώσεων, στους όρους χρηματοδότησης των προγραμμάτων, αλλά και στην αποσπασματικότητα των σχεδιασμών της παρέμβασης. Η Ελλάδα, παρότι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν αποτέλεσε τον βασικό τόπο προορισμού για την πλειονότητα των αιτούντων άσυλο τα τελευταία δύο χρόνια. Έτσι, βρέθηκε σε μια ενδιάμεση θέση, μεταξύ της αρχικής φάσης μετακίνησης των προσφυγικών ροών, όπου κυρίαρχη είναι η παροχή βασικής φροντίδας και επείγουσας προστασίας, και του τελικού προορισμού, όπου είναι περισσότερο απαραίτητη μια πολιτική ένταξης. Παρόλα αυτά,ο τρόπος παρέμβασης που κυριάρχησε, εστίασε αποκλειστικά στην παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών πρώτης ανάγκης, επικεντρωμένων στην ανίχνευση και την προστασία της ευαλωτότητας.
Τα ασυνόδευτα ανήλικα, ως ειδικός πληθυσμός, εμπίπτουν σε αυτό το σχέδιο έκτακτης ανάγκης, ενώ η ιεράρχηση της ευαλωτότητας αναζητήθηκε πολλές φορές και εντός τους. Ο σχεδιασμός για την υποστήριξη των ασυνόδευτων ανηλίκων κινήθηκε σε τρία επίπεδα: στην παροχή στέγασης, τη νομική συνδρομή και εκπροσώπηση και την ψυχοκοινωνική υποστήριξη, δηλαδή την εξωοικογενειακή φροντίδα. Ο σχεδιασμός σε καθένα από αυτά τα τρία επίπεδα φαίνεται να βασίστηκε στην πεποίθηση ότι η διαμονή των ασυνόδευτων ανηλίκων θα είναι παροδική και σύντομη, λόγω των προγραμμάτων μετεγκατάστασης, της οικογενειακής επανένωσης ή του επαναπατρισμού. Αυτό αποτυπώθηκε στις διαδικασίες θεσμοθέτησης των διαδικασιών για τη λειτουργία των ξενώνων ασυνόδευτων ανηλίκων και των προγραμμάτων αναδοχής, στη δυσκολία για τη θέσπιση του πλαισίου της επιτροπείας, αλλά και στην κατεύθυνση των προγραμμάτων ψυχοκοινωνικής παρέμβασης που προέκριναν οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί.
Οι ξενώνες (Δομές Φιλοξενίας) αποτελούν τον ασφαλέστερο προορισμό για τα ασυνόδευτα ανήλικα, σε μια διαδρομή που πολλές φορές περιλαμβάνει το δρόμο, τους καταυλισμούς φιλοξενίας προσφύγων ή τις ασφαλείς ζώνες εντός των καταυλισμών (γι’ αυτό και τίθεται σε πρώτη προτεραιότητα η μετάβαση των ανηλίκων σε αυτούς). Όμως, πέρα από την ανάγκη διατήρησης της ροής από μη ασφαλή περιβάλλοντα προς τους ξενώνες, είναι απαραίτητο να διευρυνθεί ο στόχος και να προσδιοριστεί ο τρόπος λειτουργίας των δομών φιλοξενίας. Αυτό ίσως θα μπορούσε να αντιμετωπίσει και τις ροές που εμφανίζονται σε μεταγενέστερο στάδιο, με περιπτώσεις παιδιών που επιστρέφουν από τον ξενώνα πίσω στο camp ή αλλάζουν ξενώνα ή παραπέμπονται σε μονάδες ψυχικής υγείας. Επίσης, εάν ένας ξενώνας είναι σχεδιασμένος ως ένα ασφαλές και μεταβατικό καταφύγιο για ανηλίκους που θα παραμείνουν για ένα μικρό χρονικό διάστημα, πως αντιμετωπίζεται το δεδομένο ότι η πλειοψηφία των αιτημάτων για στέγαση στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης –ΕΚΚΑ- (39% για το διάστημα 1/1/2017-20/11/2017), αφορά σε παιδιά πακιστανικής εθνικότητας, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων δεν έχουν ως στόχο να μετακινηθούν; Ή ακόμη, τι θα γίνει όταν οι ανήλικοι που διαμένουν στους ξενώνες ενηλικιωθούν, μιας και η πλειοψηφία των φιλοξενούμενων είναι έφηβοι άνω των 14 ετών (4608 παραπομπές στο ΕΚΚΑ αγοριών άνω των 14 ετών σε σύνολο 5083 ανηλίκων, για το διάστημα 1/1/2017-20/11/2017), με πολλά από αυτά να είναι 17 ετών;
Η διεύρυνση των στόχων των στεγαστικών δομών δεν μπορεί να περιοριστεί στην εφαρμογή τυποποιημένων διαδικασιών λειτουργίας, αλλά πρέπει να αφορά στην ύπαρξη ενός συνολικού σχεδίου προς την ενσωμάτωση, που θα περιλαμβάνει ένα απαραίτητο δίκτυο υπηρεσιών υποστήριξης(το οποίο πρέπει να αναπτυχθεί έξω από τους ξενώνες) και κυρίως, στην κατανόηση της σημασίας των κοινοτήτων καταγωγής στην ζωή των παιδιών-προσφύγων. Αυτό ίσως βοηθήσει τους επαγγελματίες που προωθούν τα αιτήματα μεταστέγασης από τους καταυλισμούς φιλοξενίας προσφύγων στις ασφαλείς ζώνες ή στους ξενώνες να διευκολύνουν τη διατήρηση του δεσμού που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των παιδιών και των υπολοίπων μελών των κοινοτήτων του τόπου καταγωγής ή και των προηγούμενων χώρων διαμονής. Φυσικά, αντίστοιχο σχεδιασμό απαιτούν και τα προγράμματα αναδοχής, αλλά και το θεσμικό πλαίσιο για την επιτροπεία.
Η εξωοικογενειακή φροντίδα και η θεσμική ή άτυπη εκπροσώπηση των ασυνόδευτων ανηλίκων δεν μπορεί να περιορίζεται στην απλή διεκπεραίωση μιας μετάβασης από ένα χώρο σε ένα άλλο, με μοναδικό άξονα παρέμβασης την παροχή προστασίας. Οφείλει να λάβει υπόψη την προοπτική παραμονής του ανηλίκου εδώ, μέχρι και μετά την ενηλικίωση, εστιάζοντας στις δυνατότητες για ίση συμμετοχή στις κοινωνικές και πολιτισμικές διεργασίες, αλλά και στη δυναμική ένταξης της κάθε ομάδας πληθυσμού, με μέριμνα για την επαφή με τις επιμέρους κοινότητες του τόπου καταγωγής. Εάν η επίδραση του τρόπου παροχής της ανθρωπιστικής βοήθειας μπορεί να επηρεάσει ή να διασπάσει τους κοινοτικούς δεσμούς των ενηλίκων και των οικογενειών προσφύγων, στην περίπτωση των ασυνόδευτων ανηλίκων μπορεί να τους αποκόψει τελείως. Η παρουσία των επαγγελματιών ψυχικής υγείας στο πεδίο δεν θέτει ως προτεραιότητα τη διαφύλαξη και την ενίσχυση της κοινωνικής ταυτότητας, λόγω της επικέντρωσης της παρέμβασης σε άλλα πεδία, όπως την ψυχική ανθεκτικότητα και το μετατραυματικό στρες, την ανίχνευση ανησυχητικών σωματικών και ψυχολογικών ενδείξεων, καθώς και την πρόληψη της βίας και της παραμέλησης. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η απομάκρυνση από την κοινότητα καταγωγής δεν σημαίνει επαφή με την κοινωνία υποδοχής. Το βασικό πλέγμα υποστήριξης των μη κυβερνητικών οργανώσεων που απευθύνεται στους πρόσφυγες λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό αποκομμένο από τις υπηρεσίες που απευθύνονται στον υπόλοιπο πληθυσμό, με αποτέλεσμα την απουσία ενδιάμεσων χώρων, που να θέτουν ως στόχο την επαφή και την πολιτισμική συνάντηση. Η γνωριμία με συνομηλίκους της χώρας υποδοχής συνιστά πάγιο αίτημα των ανηλίκων προσφύγων, ασυνόδευτων και μη, οι οποίοι έχουν έρθει σε επαφή κυρίως με μέλη των μη κυβερνητικών οργανώσεων.
Εάν, μέχρι τώρα, η αιχμή της ανθρωπιστικής παρέμβασης επικεντρώθηκε στη «διαχείριση της ευαλωτότητας», η επόμενη μέρα απαιτεί ένα στρατηγικό σχεδιασμό για την «διαχείριση της δυναμικής ένταξης». Όσο δεδομένη είναι η προστασία των ασυνόδευτων ανηλίκων από την έκθεση σε κινδύνους τόσο απαραίτητη είναι η διαρκής προσπάθεια για συμμετοχή στις θεσμίσεις, στην εκπαίδευση, στη γλώσσα, στην επαγγελματική κατάρτιση, στην ισότιμη ανάπτυξη του πολιτισμικού κεφαλαίου του τόπου προέλευσης και του τόπου προορισμού. Η πρόσφατη εμπειρία της επαφής με τους ασυνόδευτους ανήλικους από το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και τη Συρία υπογραμμίζει την αναγκαιότητα για ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο ενσωμάτωσης, μιας και ο ρυθμός της δυνατότητας ένταξης δεν μπορεί να παραμείνει υψηλός τα επόμενα χρόνια. Έχουμε ανάγκη από ένα σχέδιο που θα στοχεύει στην αυτοκατάργηση της ανάγκης για ψυχοκοινωνική παρέμβαση και θα έχει ως ορίζοντα τη χειραφέτηση αυτών των ανθρώπων.