Σημειώσεις για τους περιορισμούς ψυχοκοινωνικής παρέμβασης σε περίοδο καραντίνας

(ή αλλιώς «αφήστε μας να κάνουμε τη δουλειά μας!»)

γράφει ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος,
Ψυχολόγος, Eπιστημονικά υπεύθυνος, Κέντρου Ημέρας Εφήβων «Πλόες» - Ε.ΨΥ.ΜΕ.,


Το δημοφιλές «μένουμε σπίτι» αποτελεί στις μέρες μας την κυρίαρχη μορφή έγκλισης, προτροπής ή υποχρέωσης για έναν αυτοπεριορισμό, με στόχο τη διασφάλιση της υγείας της δικής μας και του άλλου, και άρα της ίδιας της ζωής. Ωστόσο, παρότι στο πεδίο της συζήτησης που διανοίγεται συναντάται η πολιτική βούληση με την κοινωνική συναίνεση, ικανοποιώντας την «κοινή λογική» και την «κοινή γνώμη», φαίνεται να μη λαμβάνει υπόψη μία σημαντική κοινωνική κατηγορία: αυτούς και αυτές που δεν έχουν σπίτι. Πρώτα και κύρια τους αστέγους και έπειτα όσους φιλοξενούνται σε δομές φιλοξενίας και ιδρύματα.

Το μήνυμα αυτό φαίνεται να αποτελεί -πέρα από τη μοναδική οργανωμένη άμυνα απέναντι στην επίθεση ενός μεταδοτικού ιού που απειλεί με μαζικούς θανάτους- ένα ιδεολογικό σχήμα που αναδεικνύει μεταξύ άλλων τρεις οργανωτικές αρχές: την αξία της ατομικής ευθύνης, την πρωτοκαθεδρία του λόγου για τον ιό και τη στοχοποίηση συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων (όπως μπορεί να είναι οι ρομά, οι μετανάστες ή οι πρόσφυγες).

Παρακάμπτοντας τη διερεύνηση του κατά πόσο το συγκεκριμένο σχήμα είναι αποτέλεσμα της ενίσχυσης προϋπαρχουσών κυρίαρχων αναπαραστάσεων ή αν παρουσιάζει νέα χαρακτηριστικά, είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι η ορμή και τα αποτελέσματά του όχι μόνο δεν λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές κατηγορίες του πληθυσμού που βρίσκονται στο περιθώριο των ιλουστρασιόν εικόνων αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου στο σπίτι (οι οποίες κατακλύζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης), αλλά πολλές φορές δυσχεραίνουν το έργο υποστήριξης και παρέμβασης προς όφελός τους.

Καθώς ολοκληρώνεται ένας μήνας από την εφαρμογή των πρώτων περιοριστικών μέτρων για την πρόληψη της μετάδοσης του ιού, είναι, ίσως, σημαντικό να γίνει μία αναφορά σε συγκεκριμένα ζητήματα που καλείται να αντιμετωπίσει μία ακόμη κατηγορία επαγγελματιών που χρειάζεται να «αφήσει το σπίτι» για να υποστηρίξει τη λειτουργία μιας στεγαστικής δομής, όπως είναι ένας ξενώνας εφήβων.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι μια στεγαστική δομή, για να μπορεί να διασφαλίσει τον κοινοτικό προσανατολισμό, οφείλει να λειτουργεί με «εξωστρέφεια» και «ανοικτά», γίνεται αντιληπτό ότι στην περίπτωση που περιορίζεται κάτι από αυτά ενδέχεται αυτός ο προσανατολισμός να υπονομεύεται. Ωστόσο, το πρόβλημα που παρουσιάζεται εδώ δεν είναι μόνο ότι η επιβολή των μέτρων «αυτοπεριορισμού» έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την καλή λειτουργία μιας κοινοτικής δομής -αναγνωρίζοντας ότι η εξάπλωση ενός υψηλά μεταδοτικού ιού με άγνωστα ακόμη αποτελέσματα σε παγκόσμιο επίπεδο μοιραία θα επιφέρει κατεπείγοντα μέτρα- αλλά ότι η αναγκαιότητα γι αυτή την επιβολή είναι επενδυμένη, όπως αναφέραμε παραπάνω, με την απόλυτη κυριαρχία του λόγου για τον ιό, με την πριμοδότηση της ατομικής ευθύνης, και με τη στοχοποίηση των ομάδων που «δεν μπορούν να πάρουν την κατάσταση στα σοβαρά».

Ξεκινώντας από το τέλος, δεν χρειάζεται να παρακολουθεί κανείς καθημερινά ειδήσεις για να αντιληφθεί την εικόνα που διαμορφώθηκε σε σχέση με όσους δεν «συνετίζονται από τις οδηγίες». Μεγάλο «βάρος» της ευθύνης για τη μετάδοση του ιού έχουν αναλάβει τα παιδιά, αφού σύμφωνα με τα επιδημιολογικά δεδομένα μπορούν πολύ εύκολα, χωρίς συμπτώματα, να φέρουν και να μεταδίδουν τον ιό. Οι εικόνες από τα πάρκα, τις πλατείες και τις παιδικές χαρές, μετά το κλείσιμο των σχολείων, παρουσιάστηκαν ως χώροι κινδύνου (σε πλήρη αναντιστοιχία με όσα συνέβησαν στους κλειστούς χώρους των εκκλησιών), όχι γιατί είναι επικίνδυνοι για τα παιδιά, αλλά επειδή εκεί βρίσκονται παιδιά. Είναι ίσως από τις λίγες στιγμές που στις κοινωνίες μας η έννοια του κινδύνου συνδέθηκε, με αυτό τον τρόπο, με την παιδική ηλικία. Η μετατόπιση από τη θέση ότι το «παιδί βρίσκεται σε κίνδυνο» στο ότι το παιδί «είναι επικίνδυνο» επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και τις δομές φιλοξενίας ανηλίκων.

Τα παιδιά, ως εν δυνάμει «θύτες», πρέπει να περιοριστούν. Στις περιπτώσεις των δομών φιλοξενίας παιδιών και εφήβων, η συζήτηση για την αναγκαιότητα μιας κοινοτικής ψυχοκοινωνικής παρέμβασης έρχεται σε δεύτερη μοίρα, αφού, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, τον πρώτο λόγο έχουν τα μέτρα για τον ιό. Και παρότι, φαίνεται ότι μπορεί να υπάρχει μία σύγκλιση μεταξύ των απαραίτητων διαδικασιών υγειονομικής προστασίας και καλών πρακτικών ψυχοκοινωνικής υποστήριξης, η διαχείριση ζητημάτων, συχνών σε περιπτώσεις δομών φιλοξενίας εφήβων, όπως είναι η προσωρινή, μικρής ή μεγαλύτερης διάρκειας, φυγή -η οποία σε κάθε άλλη περίπτωση θα αποτελούσε ευκαιρία για ουσιαστική παρέμβαση, μέσα από τη διαπραγμάτευση και την επαναδιαπραγμάτευση των συμφωνηθέντων- οδηγεί σε ένα τέλμα.

Στην περίπτωση διαχείρισης της ενδεχόμενης φυγής ενός εφήβου από μία δομή φιλοξενίας, η οποία είναι σχεδιασμένη να λειτουργεί ως κοινοτική, οι ενέργειες που ακολουθούν την επιστροφή αποτελούν συχνά τη βάση και τα εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους οι επαγγελματίες για να υλοποιήσουν την παρέμβασή τους. Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ξεχνάμε ότι η έγκλιση «μείνε στο σπίτι» ενδέχεται να μην είναι αποτελεσματική για εφήβους που διαμένουν σε δομές φιλοξενίας, όχι μόνο γιατί στην ουσία δεν θα ήθελαν καν να βρίσκονται εκεί (στη δομή), αλλά και γιατί μπορεί να προέρχονται από ένα περιβάλλον που η λέξη «σπίτι» δεν εμπεριέχει το νόημα της προστασίας, της φροντίδας ή της ζεστασιάς. Ωστόσο, σε μια περίοδο που η μη προγραμματισμένη και εγκεκριμένη έξοδος απαγορεύεται, ακριβώς γιατί ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο το σύνολο της κοινωνίας, οι επιλογές και οι ευκαιρίες για αποτελεσματική υποστήριξη εφήβων σε φυγή περιορίζονται, καθώς το φαινόμενο της φυγής κλονίζει αφενός τις προϋποθέσεις να είναι μια δομή κοινοτική (ο έφηβος δεν πρέπει, με κάθε τρόπο, να φύγει), αλλά και τις δυνατότητες για τη διασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου, όπως είναι η άνευ όρων παροχή στέγης και τροφής (ναι, αλλά αφού έφυγε, δεν μπορεί να επιστρέψει).

Τα πράγματα δυσκολεύουν, όταν στη συζήτηση και τη διαπραγμάτευση (μεταξύ των επαγγελματιών ή μεταξύ των επαγγελματιών και των εφήβων) κυριαρχεί η έννοια της ατομικής ευθύνης. Ο φόβος για το μεταδοτικό ιό είναι απόλυτος -ο εχθρός είναι αόρατος, όπως αναφέρουν και τα κυβερνητικά διαγγέλματα- συνεπώς ο στόχος μας είναι να του δώσουμε πρόσωπο, να τον μετατρέψουμε σε κάτι οικείο και αυτό μπορεί να γίνει πολύ εύκολα μέσα από τον προσανατολισμό της οργής μας σε όποιον δεν συμμορφώνεται με τα μέτρα. Αυτή είναι η «γραμμή» που προκρίνεται, ενώ η οργή του αυτοπεριορισμένου πληθυσμού δεν φαίνεται να ακουμπά τις χρόνιες πολιτικές διάλυσης της δημόσιας υγείας.

Αντίστοιχα, σε μία δομή φιλοξενίας, όπου έφηβοι και επαγγελματίες πρώτης γραμμής επωμίζονται το βάρος και την πίεση της υλοποίησης ενός «κλειστού» προγράμματος, ο έφηβος που «δεν μπορεί να κρατηθεί μέσα», παύει ως πρόσωπο και ως υποκείμενο φροντίδας, υποστήριξης και παρέμβασης, να αποτελεί ένα σύνολο παραγόντων που μεταξύ άλλων τον οδήγησαν στη δομή, αφού μετατρέπεται σε άτομο, απογυμνωμένο από την προσωπική του ιστορία και που, ενώ έχει την επιλογή να μείνει, φεύγει. Αυτή είναι και η δύναμη που προσφέρει στις κοινωνικές εξηγήσεις η επίκληση στην ατομική ευθύνη, αφού κατορθώνει να απλοποιεί τα δεδομένα, προσφέροντας στην κουβέντα τη βεντάλια των επιλογών που έχει κανείς (και ποτέ των επιλογών που δεν είχε στην πορεία του).

Οι επείγουσες συνθήκες σπάνια προσφέρουν την ευκαιρία για ουσιαστική ψυχοκοινωνική παρέμβαση (όπως έχει διαφανεί από την εμπειρία διαχείρισης του προσφυγικού ζητήματος), ωστόσο είναι σημαντικό αυτή τη στιγμή να αποτραπεί η δομική τάση για «εσωστρέφεια» στις στεγαστικές δομές που παραμένουν σε λειτουργία, μέσα από την δημιουργία μεικτών ομάδων επαγγελματιών, και κυρίως μέσα από τη σύγκλιση των καθηκόντων και των αρμοδιοτήτων, η οποία θα αποτρέπει την εξ’ αποστάσεως επιβολή μέτρων και κανόνων. Η επιμονή στους στόχους της κοινοτικής παρέμβασης, η διατήρηση του ψυχοκοινωνικού βλέμματος, και η επιμονή για την υλοποίηση ενός προγράμματος με εκπαιδευτικούς και ψυχοκοινωνικούς στόχους, δεν θα εμποδίσει απλώς τη διαρκή εμφάνιση «αποδιοπομπαίων τράγων» μεταξύ των εφήβων, αλλά θα προσδώσει ουσία στο έργο των επαγγελματιών που έχουν «αφήσει το σπίτι τους» για είναι εκεί.