"Η βία, είτε φυσική είτε ψυχική, είναι μια αναζήτηση της ταυτότητας και του νοήματος. Όσο λιγότερη ταυτότητα, τόσο μεγαλύτερη βία."
Marshall McLuhan, Καναδός φιλόσοφος
Όταν το 2009 ξεκινούσε στην Ελλάδα μια μακρά περίοδος οικονομικής κρίσης και αυστηρών πολιτικών λιτότητας, οι εκτιμήσεις των ειδικών έκαναν λόγο για αύξηση των παραβατικών συμπεριφορών των ανηλίκων. Το γεγονός αυτό επαληθεύτηκε τόσο από τα περιστατικά σχολικού εκφοβισμού, όπως επισημαίνει ο κοινωνιολόγος Χαράλαμπος Στέρτσος1, αλλά και με τη συνολικότερη αύξηση παραβατικών συμπεριφορών εντός και εκτός σχολείου και στο περιβάλλον του διαδικτύου.
Έντεκα χρόνια μετά, η κοινωνία βρίσκεται εκ νέου στο κατώφλι μιας επικείμενης κοινωνικο-οικονομικής καταστροφής, συνεπακόλουθης των υγειονομικών μέτρων που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση του Covid–19, με κορωνίδα αυτών τα lockdown. Μέχρι στιγμής δεν έχουν διεξαχθεί έρευνες που να επαληθεύουν τη συσχέτιση των μέτρων με την αύξηση των παραβατικών συμπεριφορών των παιδιών. Ωστόσο οι ερευνητικές αποτυπώσεις23, των επιπτώσεων των πολιτικών lockdown στην ψυχική υγεία παιδιών και εφήβων, δείχνουν ότι η θρυμματισμένη ψυχική κατάσταση τους μπορεί να αποτελέσει τη θρυαλλίδα για εκθετική αύξηση αυτο- και ετερο-καταστροφικών συμπεριφορών, ιδιαίτερα για τα παιδιά που προέρχονται από αποστερημένα περιβάλλοντα και αντιμετωπίζουν πλήθος ψυχοκοινωνικών προβλημάτων.
Εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά των ανήλικων παραβατών με βάση τη στατιστική καταγραφή της Αστυνομίας, η Βάσω Αρτινοπούλου διαπιστώνει ότι οι ανήλικοι παραβάτες είναι κυρίως αγόρια (97% των περιπτώσεων) ηλικίας 14 έως 17 ετών, προερχόμενοι από φτωχές οικογένειες με σοβαρά ψυχοκοινωνικά προβλήματα, χρήστες ουσιών, που έχουν εγκαταλείψει το σχολείο ή έχουν χαμηλή σχολική επίδοση4. Μολονότι το ζήτημα της παραβατικότητας διαπερνά όλη την κοινωνική διαστρωμάτωση, είναι γεγονός ότι οι ανήλικοι-ες που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα εντοπίζονται ευκολότερα από τις αρχές. Όπως επισημαίνει η Αρτινοπούλου, σε περιστατικά θυματοποίησης ανηλίκων μέσα στην οικογένεια π.χ. από οικογένειες υψηλότερου κοινωνικού στάτους, τα παιδιά παρακολουθούνται από ιδιώτες ειδικούς ψυχικής υγείας και δεν παραπέμπονται στις αρχές. Αυτό για την ίδια, ίσως αποτελεί και μια εξήγηση για την υπεραντιπροσωπευτικότητα των χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων στους καταλόγους κοινωνικών υπηρεσιών και στα πινάκια δικαστηρίων. Το πρόβλημα δεν περιορίζεται εκεί, καθώς αυτό που αλλάζει είναι «η θεατότητα, η επισήμανση και αντιμετώπιση»5.
Τι συμβαίνει λοιπόν, με εκείνα τα παιδιά που προέρχονται από περιβάλλοντα στερήσεων, έχουν θυματοποιηθεί πολλαπλά στο παρελθόν βιώνοντας καθημερινά την πραγματικότητα της κοινωνικής αδικίας και των άνισων ευκαιριών, όταν απομακρύνονται από τις οικογένειες τους διαβιώντας για μεγάλο διάστημα σε ιδρυματικά περιβάλλοντα; Ιδιαίτερα σε μια περίοδο πολλαπλασιασμού των εγκλεισμών, στέρησης της ελευθερίας και κοινωνικής συμμετοχής λόγω των πολιτικών lockdown; Ή όπως τέθηκε κινηματογραφικά αυτό το ερώτημα στην -ιδιαίτερα δημοφιλή σε εφηβικό και νεανικό κοινό - ταινία “Joker”6 του Todd Phillips δια στόματος του ήρωα της Arthur Fleck: “What do you get when you cross a mentally ill loner with a society that abandons him and treats him like trash?”7
Η κοινωνική απομόνωση και στέρηση αντισταθμιστικών για τη ζωή μηχανισμών δημιουργίας κοινωνικού δεσμού (σχολείο, πρόσβαση στις τέχνες/πολιτισμό, συμμετοχή σε δημιουργικές ομάδες συνομηλίκων), τόσο κατά την παιδική ηλικία, όσο και κατά την πορεία προς την ενηλικίωση, φαίνεται να μπορεί να λειτουργήσει ως εκλυτικός παράγοντας συμπεριφορών βίας και καταστροφής. Ακολουθώντας μια ψυχαναλυτική προσέγγιση στις εξηγήσεις μας, θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε ότι αυτά τα υποκείμενα βρίσκονται στο περιθώριο του βλέμματος του Άλλου, αδυνατώντας να παράξουν ταυτίσεις με συνομηλίκους ή σημαντικούς ενήλικες, οι οποίοι θα μπορούσαν να αναπληρώσουν τη λειτουργία ενός νόμου, ως ορίου που υποστηρίζει την είσοδό τους σε έναν κόσμο με νόημα και σχέσεις με σημασία. Όπου οι ίδιοι-ες αναγνωρίζονται ως «σώματα με σημασία»8, ως σημαντικοί άνθρωποι.
Σύμφωνα με τον ψυχαναλυτή J. Lacan, «η επιθυμία του ανθρώπου είναι η επιθυμία του Άλλου»9, όπου ο Άλλος εδώ μπορεί να σημανθεί ως τόπος της γονικής αγάπης, της αγάπης και φροντίδας από το/τη δάσκαλο/α και από τους σημαντικούς φορείς της κοινότητας για την είσοδο του παιδιού στο πεδίου του κοινωνικού. Η επιθυμία διακρίνεται από το αίτημα (που είναι περισσότερο συνυφασμένο με την κάλυψη των θεμελιωδών αναγκών του ανθρώπου για να διατηρηθεί στη ζωή). Για να εγγραφεί ένα παιδί σε επιθυμητικές σχέσεις, δεν αρκεί η κάλυψη των αναγκών σίτισης, ύπνου, ασφαλούς στέγασης, πρόσβασης στην εκπαίδευση κοκ (γεγονός που θα έπρεπε να είναι απροϋπόθετα αυτονόητο για όλα τα παιδιά). Χρειάζεται διαμέσου όλων των παραπάνω διεργασιών το υποκείμενο να είναι ο/η ίδιος-α επιθυμητός-η από τους σημαντικούς άλλους στο πεδίο της ομιλίας και της πράξης του λόγου.
Για το Lacan, η επιθυμία αναδύεται μέσα από την ομιλία και την πρόσβαση στη γλώσσα και είναι τόσο συνυφασμένη με το νόμο, που «επιθυμία και νόμος είναι ένα και το αυτό»10. Εδώ δεν κάνουμε λόγο για τον έναν ή τον άλλο νόμο του κράτους, αλλά για τις θεμέλιες ηθικές βάσεις που διαμορφώνουν τα πεδία συνύπαρξης των ανθρώπων και γίνονται προσβάσιμες μέσα από μια κοινή γλώσσα στην οποία κανείς/μια εισέρχεται με το δικό του λόγο.
Εφορμώντας από την παραπάνω θεώρηση, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι οι πράξεις διάρρηξης του νόμου, είναι στη μορφή τους πράξεις διάρρηξης της επιθυμίας ενός παιδιού να είναι μέλος μιας οικογένειας, ομάδας ή κοινωνίας που συνεχώς τον/την αποκλείει, τον/την αντιμετωπίζει ως κάποιον-α που περισσεύει. Τον/τη θέτει στο όριο ή εκτός γλώσσας, εκτός νοήματος. Συνάμα, ενδεχομένως αποτελούν προσπάθειες επαναφοράς του βλέμματος του Άλλου σ’ εκείνον-η, ως κάποιου-ας που αγωνιά να έχει φωνή και υπόσταση σ’ έναν τόπο, που δεν θα ρευστοποιούνται όλα τα νοήματα μπροστά στο «κατεπείγον» μιας επερχόμενης καταστροφής ` εξαιτίας της οποίας εσχάτως ο νόμος είναι συνυφασμένος με την απαγόρευση και τον αποκλεισμό. Μιας κοινωνίας που δεν θα γεννά δυσφορία στον πολιτισμό11. Εδώ θα πρέπει να σταθούμε - τόσο εμείς που εργαζόμαστε με παιδιά στο όριο της επιθυμίας και του νόμου, όσο και οι γονείς τους - και να επινοήσουμε το χώρο και το χρόνο όπου το παιδί μπορεί να ακουστεί, να είναι ορατός-η, ώστε να αρθρώσει το δικό του/της ξεχωριστό λόγο, πέρα από τα «πρέπει» και τους ηθικούς (και υγειονομικούς) καταναγκασμούς των ενηλίκων.
Στο επιτακτικό ερώτημα του «τι να κάνουμε» με τούτα τα παιδιά, δεν υπάρχουν μαγικές απαντήσεις. Ό,τι και να κάνω δεν έχει κανένα νόημα αν το σπίτι καίγεται, γράφει σε πρόσφατο άρθρο του ο Ιταλός φιλόσοφος Giorgio Agamben. Ωστόσο, ακόμα και όσο καίγεται το σπίτι είναι απαραίτητο να συνεχίσουμε όπως πριν, να τα κάνουμε όλα με την ίδια φροντίδα και ακρίβεια, αν όχι μεγαλύτερη, ακόμα και αν κανείς δεν το προσέχει.12
Αν αναζητήσουμε μια ιστορία όπου ένα παιδί ψάχνει το νόημα της ύπαρξής του ανάμεσα στους διάφορους «κόσμους» των ενηλίκων, θα ανακαλέσουμε ίσως όλοι-ες το παραμύθι του Μικρού Πρίγκιπα, ενός παιδιού που δεν απαντάει στις ερωτήσεις των μεγάλων. Ενός παράξενου παιδιού που ταξίδεψε σε διάφορους πλανήτες ως πλάνητας, για να βρει την αλήθεια των ανθρώπων για να σχετιστεί μαζί τους και στο τέλος χάθηκε αινιγματικά από τη γή. Πριν όμως χαθεί συνάντησε στη γη την αλεπού, ένα εξίσου παράξενο ζωάκι που ο μικρός πρίγκιπας κατάφερε να «εξημερώσει». Να τη φροντίσει και να φροντιστεί, να γιορτάσει μαζί της (κάτι που ξεχάστηκε πια, όπως λέει η αλεπού), κάνοντας μια μέρα να διαφέρει από τις άλλες μέρες, μια ώρα να διαφέρει από τις άλλες ώρες.13
Ίσως τελικά, αν ο κινηματογραφικός Arthur Fleck, διασταυρωνόταν κάποια στιγμή στην παιδική του ηλικία με τη λογοτεχνική αλεπού, να είχε νοηματοδοτηθεί αλλιώς η ύπαρξή τους σε μια σχέση φιλίας και αγάπης. Ίσως έτσι μπορούσε να σωθεί από τις φλόγες το σπίτι και ο τόπος της επιθυμίας.
-
Βλ. Αυξάνεται η βία μεταξύ ανηλίκων - Στοιχεία που σοκάρουν, Τα Νέα ↩
-
Βλ. Loneliness in youth could impact mental health over the long term, Elsevier ↩
-
Βλ. Impact of COVID-19 pandemic and lockdown measures on mental health of children and adolescents in Greece, Coronavirus Greece Research Group ↩
-
Βλ. Ανήλικοι- θύματα, Ανήλικοι- Παραβάτες, Βάσω Αρτινοπούλου ↩
-
Βλ. Ανήλικοι- θύματα, Ανήλικοι- Παραβάτες, Βάσω Αρτινοπούλου στο ίδιο. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι παραβατικές συμπεριφορές δεν θα έπρεπε να συσχετίζονται μόνο με δημογραφικά δεδομένα (φύλο, ηλικία, μορφωτικό/κοιν. στάτους), αλλά και με άλλες παραμέτρους σημαντικές για τη ζωή των παιδιών (ύπαρξη υποστηρικτικών δικτύων, ομάδες συνομιλήκων κοκ). Επιπλέον, η υπεραντιπροσωπευτικότητα αγοριών παραβατών, δεν σημαίνει καθόλου ότι τα κορίτσια δεν αναπτύσσουν παραβατικές συμπεριφορές, αλλά ότι ίσως η παραβατικότητα των κοριτσιών επαναλαμβάνει την ιστορία θυματοποίησής τους πέραν της οικογένειας και παραμένει περισσότερο αθέατη, αν οι ίδιες δεν καταφύγουν στις αρχές (λ.χ. δίκτυα παιδικής πορνείας, σωματεμπορίας κοκ). ↩
-
Τι παίρνεις αν διασταυρώσεις έναν ψυχικά (εμείς θα συμπληρώναμε και κοινωνικά) ασθενή, απομονωμένο άνθρωπο με μια κοινωνία που τον εγκαταλείπει και του συμπεριφέρεται σαν σκουπίδι; ↩
-
Όρος της αμερικανίδας φιλοσόφου Judith Butler ↩
-
Βλ. J. Lacan, The Seminar of Jacques Lacan, Book II: The Ego in Freud’s Theory and in the Technique of Psychoanalysis 1954-1955. Cambridge: Cambridge University Press, 1988 ↩
-
Βλ. Bruce Fink, Κλινική Εισαγωγή στη Λακανική Ψυχανάλυση. Θεωρία και Τεχνική, Αθήνα, Πλέθρον,2006. ↩
-
Βλ. Sigmund Freud. Η δυσφορία μέσα στον Πολιτισμό, Αθήνα, Πλέθρον, 2013. ↩
-
Βλ. Antoine de Saint – Exupery, Ο Μικρός Πρίγκιπας, Αθήνα, Πατάκης, 2012. ↩