Η λειτουργία του “μυστικού” στην καθημερινή λειτουργία ενός ιδρύματος

γράφει ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος,
Ψυχολόγος, Eπιστημονικά υπεύθυνος, Κέντρου Ημέρας Εφήβων «Πλόες» - Ε.ΨΥ.ΜΕ.,


"Κάνε ότι σου λένε στην αρχή, σε λίγο καιρό θα σε αφήσουν ήσυχο και θα μπορείς να κάνεις ότι γουστάρεις."

Επαγγελματίας προς φιλοξενούμενο (2021)

"Όλοι βρίσκονται εδώ επειδή δεν είχαν καταλάβει πώς να συνυπάρχουν με καθωσπρέπει ανθρώπους. Δεν πειράζει.” [...] “Θα σας μάθουμε να κάνετε τα πράγματα όπως όλοι οι άλλοι.” [...] Οι μισοί επιτηρητές του Κλίβελαντ ήταν μαύροι και οι άλλοι μισοί λευκοί. “Το παίζεις κορόνα γράμματα αν θα κάνουν τα στραβά μάτια ή αν θα σε ταλαιπωρήσουν”, του είπε ο Ντέσμοντ, “ό,τι χρώμα και να είναι."

Colson Whitehead (2020), Τα αγόρια του Νίκελ, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα1


Μια δομή μετατρέπεται σε άσυλο, σε ολοπαγές ίδρυμα, όταν η παραμονή σε αυτή γίνεται υποχρεωτική2 . Για τον Goffman, το κεντρικό χαρακτηριστικό των ολοπαγών ιδρυμάτων μπορεί να περιγραφεί ως η κατάρρευση των φραγμών που διαχωρίζουν τις δημόσιες και ιδιωτικές σφαίρες της ζωής, όπως η απώλεια της δυνατότητας να κοιμόμαστε, να παίζουμε και να εργαζόμαστε ή να πηγαίνουμε σχολείο σε διαφορετικούς χώρους, με διαφορετικούς συνοδοιπόρους, κάτω από διαφορετικές “αυθεντίες” και εξουσίες και μακριά από ένα συνολικό “ορθολογικό” σχέδιο για εμάς3.

Ο Goffman επικεντρώθηκε στις σχέσεις των τροφίμων με το προσωπικό, στην πορεία του ψυχιατρικού ασθενή στα ψυχιατρικά άσυλα και στο ρόλο που έπαιξε το ιατρικό μοντέλο στον ολοπαγή χαρακτήρα των ιδρυμάτων. Με την “θετική”-”παραγωγική” διάσταση της εξουσίας που πηγάζει από τις ανθρωπιστικές επιστήμες ασχολήθηκε και ο Foucault, στο έργο του για την ιατρική εξουσία, τονίζοντας ότι η εξουσία ως πλέγμα δεν διαπερνά, απλώς το σύνολο του κοινωνικού σώματος και των κοινωνικών πρακτικών, αλλά, ταυτόχρονα, τις συγκροτεί και τις ορίζει4.

Στην Ελλάδα, η συζήτηση για τα ολοπαγή ιδρύματα ταυτίστηκε για πολλά χρόνια με τη λειτουργία των μεγάλων ψυχιατρικών νοσοκομείων. Ο Ασημόπουλος εξέτασε τη δομή του ελληνικού δημόσιου ψυχιατρείου, με άξονα το προσωπικό, τον ψυχιατρικό ασθενή και την καθημερινότητα του ιδρύματος (το φάρμακο, το φαγητό, την παραμέληση της φροντίδας κλπ.). Μέσα από την έρευνά του σε ένα από τα μεγαλύτερα ιδρύματα της χώρας, ανέδειξε τις διαστάσεις (πραγματολογική, ιδεολογική, ψυχοκοινωνική) παραγωγής της ιδρυματικής κακοποίησης, της αποπροσωποποίησης και της απανθρωποποίησης5.

Σήμερα, το σύνολο της θεωρητικής επεξεργασίας και της εμπειρικής έρευνας των μορφών ιδρυματοποίησης εκτείνεται σε ένα μεγάλο εύρος προβληματικών, αναδεικνύοντας διαρκώς νέα δεδομένα, που σχετίζονται με νέες επικεντρώσεις (από τα μεγάλα δημόσια ψυχιατρεία στις ιδιωτικές ψυχιατρικές κλινικές, τα εκκλησιαστικά ιδρύματα ή τις δομές προσφύγων) και πολύ περισσότερο με ζητήματα που θεωρούνται διακυβεύματα στην καθημερινή μάχη, κυρίως των στεγαστικών δομών6, ενάντια στην ιδρυματοποίηση.

Η αλήθεια είναι ότι μια στεγαστική δομή βρίσκεται διαρκώς “σε κίνδυνο να επιτρέψει” την ανάδυση ιδρυματικών πρακτικών. Οι πολλές ώρες παραμονής, εργαζομένων και φιλοξενούμενων, στον ίδιο χώρο, το σκεπτικιστικό ή εχθρικό βλέμμα της κοινότητας, το αίσθημα αδικίας των εμπλεκομένων που προκύπτει από τα “δύσκολα” και εξαντλητικά ωράρια ή, πολλές φορές και από την απομακρυσμένη διοίκηση, παράγουν και αναπαράγουν την περιχαράκωση και την κλειστότητα του “συστήματος”, ενός συστήματος που περιλαμβάνει όλους τους δρώντες (εργαζόμενους και φιλοξενούμενους).

Τα εν δυνάμει επίφοβα πεδία ανάδυσης ιδρυματικών πρακτικών και φαινομένων είναι πολλά: (α) Αποφάσεις που δεν λαμβάνουν πρωτίστως υπόψη τον φιλοξενούμενο ως διακριτή περίπτωση (εξατομικευμένα) αλλά την απρόσκοπτη λειτουργία της δομής (ωράρια φαγητού, επισκεπτηρίου κλπ.), (β) Παρεμβάσεις που δεν λαμβάνουν υπόψη το ιστορικά υποστηρικτικό πλαίσιο των φιλοξενουμένων (διαιώνιση του φιλοξενούμενου ως λήπτη υπηρεσιών), (γ) Η διατήρηση στοιχείων της τυπολογίας των μεγάλων δομών (όπως οι ταμπέλες των επιμέρους υπηρεσιών στο εσωτερικό μιας στεγαστικής δομής), (δ) Οι “μεγάλες αποστάσεις” στο οργανόγραμμα των επαγγελματιών (πρώτης και δεύτερης τάξης εργαζόμενοι με μεγάλη απόκλιση στην πρόσβαση στην πληροφορία, στη λήψη αποφάσεων κλπ.), (ε) Το προσωπικό “στυλ” δουλειάς των επαγγελματιών βάρδιας (το οποίο διαμορφώνει διαφορετικούς τρόπους λειτουργίας της δομής, ανάλογα τον εκάστοτε “επιτηρητή”), (στ) Τα μυστικά.

Ειδικότερα, η γραμμή επικοινωνίας της πληροφορίας μεταξύ των εμπλεκόμενων επαγγελματιών αποτελεί μία δύσκολη και απαιτητική διαδικασία σε μία στεγαστική δομή7. Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος φαίνεται να απαιτεί “καθαρά” διατυπωμένα οργανογράμματα, χρόνο για συζήτηση της αναγκαιότητας τήρησής τους στις ομάδες προσωπικού, καθώς και χρόνο για συζήτηση και συναίνεση αναφορικά με το τί αποτελεί “σημαντική” (ως αντικείμενο ψυχοκοινωνικής παρέμβασης ή επεξεργασίας) πληροφορία. Προφανώς, η πληροφορία μεταφέρεται για να τύχει επεξεργασίας ή για να υπάρξει ως κεντρικό ή περιφερειακό στοιχείο υποστήριξης “από αυτόν που πρέπει”, τον υπεύθυνο επαγγελματία, προς όφελος μιας παρέμβασης που “πρέπει να γίνει”, όπως έχει ή μπορεί να έχει συμφωνηθεί από την αρμόδια ομάδα, όχι για χάρη κουτσομπολιού.

Αν μια πληροφορία – που είναι σημαντική – δεν μεταφερθεί, δεν γίνει μέρος της ουσίας και του σκοπού της παρέμβασης, τότε μετατρέπεται σε μυστικό, εντάσσεται αυτόματα σε ένα παράλληλο σύμπαν λειτουργίας της δομής, σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούν όσα δεν λέγονται, όσα δεν τίθενται υπό το κριτικό βλέμμα της λειτουργίας της8. Μυστικά μπορεί να υπάρχουν μεταξύ των φιλοξενουμένων, μεταξύ εργαζομένων και φιλοξενουμένων και μεταξύ εργαζομένων. Τα μυστικά μπορούν να αναπτύξουν και να συντηρήσουν έναν αθέατο τρόπο λειτουργίας μιας δομής. “Διπλά οργανογράμματα”, “ομάδες προσωπικού των διαδρόμων” με κριτήριο τις διαπροσωπικές σχέσεις και την εγγύτητα των επαγγελματιών, “διπλοί εσωτερικοί κανονισμοί λειτουργίας”. Αυτό το παράλληλο σύμπαν καθημερινής οργάνωσης της δομής φαίνεται να αναπτύσσεται όχι μόνο εκτός του βλέμματος των αρμόδιων ελεγκτικών μηχανισμών, αλλά και εκτός του βλέμματος της κοινότητας, καθώς οι “εναλλακτικοί” τρόποι λειτουργίας δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο συμφωνίας και συναίνεσης από το σύνολο της ομάδας, των αρμόδιων αρχών ή της κοινωνίας εν γένει.

Τα μυστικά παράγουν έναν ιδιαίτερο “κρυφό κόσμο”, ένα παράλληλο τρόπο επικοινωνίας εντός της δομής. Αυτή η συνθήκη, παράγωγο της αέναης τάσης περιχαράκωσης της λειτουργίας των ιδρυμάτων στην ιδιωτικότητα αυτών που “ζουν τις περισσότερες ώρες εκεί μέσα” αμβλύνει την διάκριση μεταξύ φιλοξενουμένων και εργαζομένων, δίνοντας την αίσθηση κοινής μοίρας μεταξύ τους. Δεν είναι τυχαίο πως εργαζόμενοι και φιλοξενούμενοι στα στρατόπεδα προσφύγων περιγράφουν το ίδιο αίσθημα εγκατάλειψης από τους αρμόδιους9.

Η διατήρηση αυτής της “κρυφής πραγματικότητας”, όμως, δεν φαίνεται ότι ισορροπεί, απλώς, το κοινό αίσθημα αδικίας όσων διαβιούν στη δομή. Τα μυστικά, τα ανείπωτα, όσα δεν γράφτηκαν στο βιβλίο λογοδοσίας, όσα δεν συζητήθηκαν στις ομάδες προσωπικού, όσα έμειναν μεταξύ επαγγελματιών και μεταξύ επαγγελματιών και φιλοξενουμένων, γίνονται ένας αυστηρός και ιδιαίτερος κώδικας επικοινωνίας που απομακρύνει αδιάκοπα10 το σύστημα της δομής από την κοινότητα, κλείνοντάς το διαρκώς, σαν σπείρα, στον εαυτό του.

Η επίδραση αυτού του κρυφού κώδικα επικοινωνίας που παράγεται, κυρίως από τα μυστικά, σε μία δομή, χρήζει στην περίπτωση των φιλοξενούμενων, περαιτέρω επεξεργασίας, αφού αυτό σημαίνει ότι τοποθετούνται, ταυτόχρονα, κάτω από δύο διακριτά δίκτυα εξουσίας, ένα επίσημο και ένα ανεπίσημο. Το πρώτο είναι ανοικτό στον έλεγχο και την εποπτεία, είναι κοινοποιημένο και αποτυπωμένο σε γραπτά κείμενα κανονισμών, ενώ το δεύτερο είναι κλειστό, άγραφο και ενδοπεριστασιακό, μιας και εξαρτάται από τους παρόντες δρώντες, τις διαθέσεις, την ιδιοσυγκρασία και την προσωπικότητά τους.

Το ανεπίσημο δίκτυο εξουσίας που συγκροτείται στη βάση μικρών ή μεγαλύτερων μυστικών, αφενός εμπλέκει τους δρώντες σε μία διπλή διαδικασία επικοινωνίας, ενισχύοντας συγχυτικούς τρόπους συναλλαγής11, αφετέρου τους δεσμεύει σε αυτό μέσω της δευτερογενούς διεργασίας της ενοχής. Οι φιλοξενούμενοι, πολύ περισσότερο, εγκλωβίζονται κάτω από το “καθεστώς των πραγμάτων που έγιναν αλλά δεν συζητήθηκαν”, γίνονται με ένα τρόπο συνένοχοι για τη διατήρηση αυτής της ανεπίσημης, “παράλληλης λειτουργίας”. Και ενώ στην αρχή φαίνεται σημαντικό για τους ίδιους, ως μία ελάσσονα πράξη αντίστασης στον επίσημο θεσμό, στην πορεία φαίνεται ότι τα ανεπίσημα δίκτυα εξουσίας επιβάλλονται παραγωγικά12 στην καθημερινότητά τους, ενισχύοντας την ιδιότητα που τους διατηρεί εκεί, την ιδιότητα του φιλοξενούμενου, του τρόφιμου.

Οι στεγαστικές δομές, ιστορικά13, “κρύβουν” στον πυρήνα της λειτουργίας τους ψήγματα ιδρυματικών πρακτικών. Το μυστικό, ως στοιχείο για την παραγωγή και τη διατήρηση “δύο κόσμων” εντός του ιδρύματος, είναι το δομικό υλικό για τη δημιουργία της απόστασης μεταξύ διαφανών, συμφωνημένων, γραπτών και κοινοποιημένων διαδικασιών από την “πραγματική” καθημερινή λειτουργία μιας στεγαστικής δομής. Αυτή είναι και η απόσταση που πρέπει καθημερινά να καλύπτει για να αντιμετωπίσει το ολοπαγές ίδρυμα που θρέφει εντός της.

  1. Τα αγόρια του Νίκελ (βραβείο Pulitzer) είναι μυθιστόρημα του Colson Whitehead, το οποίο βασίζεται στην ιστορία του Σχολείου Αρρένων Ντόζιερ στο Μαριάννα της Φλόριντα. Το παρελθόν του αναμορφωτηρίου έγινε γνωστό από τη διεξοδική έρευνα του Μπεν Μοντγκόμερι στην εφημερίδα Tampa Bay Times και των μελετών των φοιτητών αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Νότιας Φλόριντα στην περιοχή, όπου ανακάλυψαν το μυστικό νεκροταφείο του σχολείου. Εκεί θάβονταν κρυφά όσα αγόρια κατέληγαν από τα “αναμορφωτικά” βασανιστήρια ή όσα προσπαθούσαν να ξεφύγουν ή και να μιλήσουν για τα όσα συνέβαιναν εκεί. 

  2. Η υποχρεωτικότητα, φυσικά, δεν εξαντλείται στις κλειδωμένες πόρτες μιας κλειστής δομής ή ενός κλειστού προγράμματος, αλλά πολλές φορές προκύπτει από το “καθεστώς της μίας και μοναδικής επιλογής”, αν η εναλλακτική στο ίδρυμα είναι η συνθήκη της αστεγίας και ο δρόμος. 

  3. Erving Goffman (1994), Άσυλα, εκδ. Ευρύαλος, Αθήνα. 

  4. Michel Foucault (1976), Η μικροφυσική της Εξουσίας, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα:1991. Michel Foucault (2002), Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, εκδ. Ράππα, Αθήνα. 

  5. Χάρης Ασημόπουλος (2009), Η καθημερινή ζωή στο ψυχιατρείο. Μορφές ιδρυματισμού και ιδρυματικής κακοποίησης. Εκδ, Καστανιώτη, Αθήνα. 

  6. Ακριβώς γιατί τυπολογικά απειλούν το υποκείμενο με τη συρρίκνωση της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής εντός τους. 

  7. Είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη τα κυλιόμενα ωράρια, τα οποία δεν επιτρέπουν πάντα τις δια ζώσης συναντήσεις και την άμεση ή γρήγορη επικοινωνία. 

  8. Η δυνατότητα για την κριτική, για την διεξοδική διερεύνηση της καταλληλότητας ή της αποτελεσματικότητας μιας παρέμβασης είναι αυτή που περισσότερο από πολλά διασφαλίζει το χαρακτηρισμό “ανοικτή” σε μία δομή. 

  9. Είτε αυτοί είναι οι υπεύθυνοί τους, ο φορέας, το κράτος. 

  10. Χωρίς να υπάρχει τέλος σε όλο αυτό. 

  11. Αγνοώντας την πιθανότητα να κατέληξαν οι άνθρωποι στα ιδρύματα, ακριβώς, λόγω συγχυτικών ως προς την επικοινωνία περιβάλλοντων. 

  12. Με την έννοια ότι τους παράγουν, τους διαμορφώνουν αυτές οι διαδικασίες. 

  13. Πολλές πρακτικές και διαδικασίες στις στεγαστικές δομές προέρχονται από εποχές, όπου βρίσκονταν, για παράδειγμα, εκτός της κοινότητας.